Greek Vocabulary
Click on letter: GT-Google Translate; GD-Google Define; H-Collins; L-Longman; M-Macmillan; O-Oxford; © or C-Cambridge

GT GD C H L M O
a

GT GD C H L M O
about /əˈbaʊt/ = ADVERB: περίπου, γύρω, κοντά, κατά προσέγγιση, ολόγυρα, παντού, πλησίον; PREPOSITION: για, σχετικά με, περί, γύρω από, επάνω; USER: περίπου, για, σχετικά με, σχετικά, για το

GT GD C H L M O
adjustable /əˈjəstəbəl/ = ADJECTIVE: ευκανόνιστος, ευπροσάρμοστος; USER: ρυθμιζόμενο, ρυθμιζόμενη, ρυθμιζόμενα, ρυθμιζόμενες, ρυθμιζόμενος

GT GD C H L M O
adjustment /əˈdʒʌst.mənt/ = NOUN: προσαρμογή, ρύθμιση, διευθέτηση, εφαρμογή, κανονισμός, απολογισμός; USER: προσαρμογή, ρύθμιση, προσαρμογής, ρύθμισης, αναπροσαρμογή

GT GD C H L M O
air /eər/ = NOUN: αέρας, ύφος, άνεμος, χαβάς; ADJECTIVE: αεροπορικός; VERB: αερίζω; USER: αέρας, αέρα, αεροπορικών, αέρος, του αέρα, του αέρα

GT GD C H L M O
alloy /ˈæl.ɔɪ/ = NOUN: κράμα, μίγμα μέταλλου; VERB: μιγνύω, κατασκευάζω κράμα; USER: κράμα, κράματος, αλουμινίου, κραμάτων, κραματοποιημένο

GT GD C H L M O
also /ˈɔːl.səʊ/ = ADVERB: επίσης, επί πλέον; USER: επίσης, και, επίσης να, επίσης να

GT GD C H L M O
aluminum /əˈlo͞omənəm/ = NOUN: αλουμίνιο, αργίλιο; USER: αλουμίνιο, αργίλιο, αλουμινίου, αργιλίου, από αλουμίνιο

GT GD C H L M O
an /ən/ = ARTICLE: ένα, μια, ένας; USER: ένα, μια, ένας, μία, η

GT GD C H L M O
and /ænd/ = CONJUNCTION: και; USER: και, και την, και να, και της, και των, και των

GT GD C H L M O
arrives /əˈraɪv/ = VERB: φθάνω, προσγίνομαι, αφικνούμαι; USER: φτάνει, φθάνει, έρχεται, καταφθάνει, φτάσει

GT GD C H L M O
as /əz/ = CONJUNCTION: ως, καθώς, επειδή; USER: ως, καθώς, όπως, και, και

GT GD C H L M O
at /ət/ = PREPOSITION: στο, κατά, στη, στον, εις, εν; NOUN: παπάκι; USER: στο, κατά, στη, στον, σε, σε

GT GD C H L M O
auto /ˈɔː.təʊ/ = PREFIX: αυτο-; USER: auto, αυτοκινήτων, αυτόματη, αυτόματης, αυτόματο

GT GD C H L M O
automatic /ˌôtəˈmatik/ = NOUN: αυτόματο; ADJECTIVE: αυτόματος; USER: αυτόματο, αυτόματος, αυτόματη, αυτόματης, αυτόματα, αυτόματα

GT GD C H L M O
bars /bɑːr/ = NOUN: μπαρ, μπάρα, ράβδος, λάμα, κώλυμα, μοχλός, ποτοπωλείο, δικηγορικό σώμα, λοστός, σκυτάλη, μανιβέλα, τεμάχι, δοκός καρένας πλοίου, μεταλλικό τεμάχιο; VERB: κωλύω, αποθαρρύνω; USER: μπαρ, μπάρες, bars, ράβδοι, ράβδους

GT GD C H L M O
board /bɔːd/ = NOUN: επιτροπή, χαρτόνι, σανίδα, πινακίδα, κατάστρωμα, οικοτροφία, πλευρά πλοίου; VERB: επιβιβάζομαι, επιβαίνω, οικοτροφούμαι, οικοτροφώ, σανιδώνω; USER: χαρτόνι, επιτροπή, σανίδα, σκάφους, του σκάφους

GT GD C H L M O
brand /brænd/ = NOUN: μάρκα, είδος, δαυλός, στίγμα, πυρσός; VERB: στιγματίζω; USER: μάρκα, μάρκας, εμπορικό σήμα, σήμα, brand

GT GD C H L M O
brought /brɔːt/ = VERB: φέρω, φέρνω; USER: έφερε, έφεραν, άσκησε, ασκήθηκε, φέρει, φέρει

GT GD C H L M O
but /bʌt/ = CONJUNCTION: αλλά, πλην, μόλις; PREPOSITION: εκτός; USER: αλλά, όμως, αλλά και, αλλά η, αλλά η

GT GD C H L M O
by /baɪ/ = PREPOSITION: με, υπό; ADVERB: δίπλα, πλησίον; USER: με, από, κατά, από την, από τον, από τον

GT GD C H L M O
camera /ˈkæm.rə/ = NOUN: κάμερα, φωτογραφική μηχανή, μηχανή; USER: κάμερα, φωτογραφική μηχανή, μηχανή, κάμερας, φωτογραφικής μηχανής

GT GD C H L M O
can /kæn/ = VERB: μπορώ, δύναμαι, κονσερβοποιώ; NOUN: κουτί, κονσέρβα, μεταλλικό δοχείο, κονσερβοκούτι, μπιτόνι, τενεκές; USER: μπορώ, μπορεί, να, μπορεί να, μπορούν

GT GD C H L M O
capabilities /ˌkāpəˈbilitē/ = NOUN: ικανότητα, δυνατότητα, επιδεξιότητα; USER: δυνατότητες, ικανότητες, δυνατοτήτων, ικανοτήτων, τις δυνατότητες

GT GD C H L M O
car /kɑːr/ = NOUN: αυτοκίνητο, βαγόνι, άμαξα; USER: αυτοκίνητο, αυτοκινήτων, αυτοκινήτου, αυτοκίνητό, το αυτοκίνητο

GT GD C H L M O
cc /ˌsiːˈsiː/ = USER: cc, γγ, Κοιν., κ.εκ., Κοιν

GT GD C H L M O
choose /tʃuːz/ = VERB: επιλέγω, διαλέγω, προτιμώ, ξεδιαλέγω, εκλέγω; USER: επιλέξτε, επιλέξετε, να επιλέξουν, επιλέξουν, επιλέγουν

GT GD C H L M O
come /kʌm/ = VERB: έρχομαι, φθάνω, γίνομαι, παριστάνω; ADJECTIVE: ερχόμενος, προσεχής, μελλοντικός; USER: έλα, έρχονται, έρθει, προέρχονται, έρθουν, έρθουν

GT GD C H L M O
comfort /ˈkʌm.fət/ = NOUN: άνεση, παρηγοριά, ανακούφιση, κομφόρ, κουράγιο; VERB: ανακουφίζω, παρηγορώ, ενθαρρύνω, αναπαύω; USER: άνεση, Ανέσεις, Comfort, άνεσης, την άνεση

GT GD C H L M O
community /kəˈmjuː.nə.ti/ = NOUN: κοινότητα, κοινωνία, παροικία, κοινότης, ταυτότητα; USER: κοινότητα, Κοινότητας, κοινότητάς, της κοινότητάς, κοινότητά

GT GD C H L M O
completely /kəmˈpliːt.li/ = ADVERB: εντελώς, τελείως, ολότελα; USER: εντελώς, τελείως, πλήρως, απολύτως, πλήρη

GT GD C H L M O
conditioning /kənˈdɪʃ.ən/ = NOUN: αιρ-κοντίσιον; USER: κλιματισμού, Κλιματισμός, conditioning, κλιματισμό, μπάνιου

GT GD C H L M O
conditions /kənˈdɪʃ.ən/ = NOUN: συνθήκες, περιστάσεις; USER: συνθήκες, όρους, προϋποθέσεις, όροι, συνθηκών, συνθηκών

GT GD C H L M O
control /kənˈtrəʊl/ = NOUN: έλεγχος, ρύθμιση, εξουσία, διακόπτης; VERB: ελέγχω, ρυθμίζω, εξουσιάζω, συγκρατώ, επαληθεύω; USER: έλεγχο, τον έλεγχο, ελέγχου, ελέγχουν, ελέγχει

GT GD C H L M O
corner /ˈkɔː.nər/ = NOUN: γωνία, κοχή; VERB: μονοπωλώ, παίρνω στροφή, στρίβω; USER: γωνία, κόρνερ, γωνιά, εστία του, εστία

GT GD C H L M O
country /ˈkʌn.tri/ = NOUN: χώρα, πατρίδα, εξοχή, ύπαιθρος, πατρίς; ADJECTIVE: εξοχικός, χωριάτικος; USER: χώρα, χώρας, χωρών, τη χώρα, χώρες

GT GD C H L M O
dead /ded/ = ADJECTIVE: νεκρός, πεθαμένος, ψόφιος, χαμός, σβησμένος, απόλυτος; USER: νεκρός, νεκρών, νεκρό, νεκρά, νεκρούς, νεκρούς

GT GD C H L M O
dec /ˈdeb.juː.tɒnt/ = USER: Δεκέμβριος, Δεκέμβριο, Δεκέμβρης, Δεκ, Δεκ.

GT GD C H L M O
depth /depθ/ = NOUN: βάθος, βαθύτητα, πυθμένας, βαθύτης; USER: βάθος, βάθους, εμπεριστατωμένη, σε βάθος, το βάθος

GT GD C H L M O
design /dɪˈzaɪn/ = NOUN: σχέδιο, γραμμή, σκοπός, σχεδιάγραμμα; VERB: σχεδιάζω; USER: σχέδιο, σχεδιασμό, σχεδιασμού, σχεδιασμός, σχεδίαση

GT GD C H L M O
designed /dɪˈzaɪn/ = VERB: σχεδιάζω; USER: σχεδιασμένα, σχεδιαστεί, σχεδιάστηκε, σχεδιασμένο, σχεδιασμένη

GT GD C H L M O
discover /dɪˈskʌv.ər/ = VERB: ανακαλύπτω; USER: ανακαλύψετε, ανακαλύπτουν, ανακαλύψουν, ανακαλύψει, ανακαλύψτε

GT GD C H L M O
dna /ˌdiː.enˈeɪ/ = USER: dna, ϋΝΑ, ΟΝΑ, του DNA, το DNA

GT GD C H L M O
does /dʌz/ = VERB: κάνω, πράττω, εκτελώ, κάμνω, ποιώ; USER: κάνει, δεν, έχει, το κάνει, σημαίνει, σημαίνει

GT GD C H L M O
driver /ˈdraɪ.vər/ = NOUN: οδηγός; USER: οδηγός, οδηγού, οδηγό, πρόγραμμα οδήγησης, οδήγησης

GT GD C H L M O
driving /ˈdraɪ.vɪŋ/ = NOUN: οδήγηση; USER: οδήγηση, οδήγησης, την οδήγηση, κινητήρια, πάτε

GT GD C H L M O
duster /ˈdʌs.tər/ = NOUN: ξεσκονόπανο, ξεσκονιστήρι; USER: ξεσκονόπανο, duster, ξεσκονόπανων, θειωτήρας, ξεσκονιστήρι

GT GD C H L M O
english /ˈɪŋ.ɡlɪʃ/ = ADJECTIVE: αγγλικός; NOUN: Εγγλέζος; USER: english, αγγλικά, αγγλική, Πρώτα αγγλικά, Αγγλικα, Αγγλικα

GT GD C H L M O
enhance /ɪnˈhɑːns/ = VERB: επαυξάνω; USER: ενίσχυση, ενίσχυση της, την ενίσχυση της, ενισχύσουν, την ενίσχυση

GT GD C H L M O
episode /ˈep.ɪ.səʊd/ = NOUN: επεισόδιο; USER: επεισόδιο, επεισοδίου, Επεισόδια, το επεισόδιο

GT GD C H L M O
equipment /ɪˈkwɪp.mənt/ = NOUN: εξοπλισμός, εφόδια, εφοδιασμός; USER: εξοπλισμός, εξοπλισμού, εξοπλισμό, τον εξοπλισμό, συσκευές, συσκευές

GT GD C H L M O
ergonomic /ˌɜː.ɡəˈnɒm.ɪks/ = USER: εργονομικό, εργονομική, εργονομικές, εργονομικά, εργονομικός

GT GD C H L M O
everything /ˈev.ri.θɪŋ/ = PRONOUN: πάντα, καθετί; USER: πάντα, τα πάντα, όλα, ό, ό

GT GD C H L M O
exclusive /ɪkˈskluː.sɪv/ = ADJECTIVE: αποκλειστικός; USER: αποκλειστικός, αποκλειστική, αποκλειστικό, αποκλειστικά, αποκλειστικής

GT GD C H L M O
exterior /ɪkˈstɪə.ri.ər/ = ADJECTIVE: εξωτερικός; NOUN: εξωτερική όψη; USER: εξωτερικός, εξωτερικό, εξωτερική, εξωτερικά, εξωτερικές

GT GD C H L M O
face /feɪs/ = NOUN: πρόσωπο, όψη, φάτσα, μούτρο; VERB: αντικρύζω, ατενίζω; USER: πρόσωπο, όψη, προσώπου, πρόσωπό, αντιμετωπίζουν, αντιμετωπίζουν

GT GD C H L M O
fans /fæn/ = NOUN: ανεμιστήρας, θαυμαστής, φτερωτή, θιασώτης, βενταλιά, όμιλος θαυμαστών; USER: ανεμιστήρες, οπαδούς, τους οπαδούς, fans, οπαδοί

GT GD C H L M O
favorite /ˈfeɪ.vər.ɪt/ = ADJECTIVE: ευνοούμενος, ευνοούμενος; NOUN: φαβόρι, φαβόρι; USER: αγαπημένα, αγαπημένο, αγαπημένη, αγαπημένες, το αγαπημένο

GT GD C H L M O
find /faɪnd/ = NOUN: εύρημα, ανακάλυψη; VERB: βρίσκω, ευρίσκω; USER: βρείτε, βρίσκουν, βρουν, βρει, να βρείτε, να βρείτε

GT GD C H L M O
first /ˈfɜːst/ = ADVERB: πρώτα, first-, first; USER: πρώτα, πρώτος, πρώτη, πρώτο, πρώτοι, πρώτοι

GT GD C H L M O
for /fɔːr/ = PREPOSITION: για, επί, υπέρ, περί, διά, χάριν, εις, ένεκα; CONJUNCTION: διότι; USER: για, για την, για το, για τη, για τις, για τις

GT GD C H L M O
from /frɒm/ = PREPOSITION: από, εκ, παρά; USER: από, από την, από το, από τις, από τη, από τη

GT GD C H L M O
functionalities /ˌfʌŋk.ʃənˈæl.ə.ti/ = USER: λειτουργίες, λειτουργικότητες, λειτουργικές, λειτουργιών, τις λειτουργίες

GT GD C H L M O
guinea /ˈɡɪn.i/ = USER: γκινέα, ινδικά, χοιρίδια, ινδικού, χοιρίδιο

GT GD C H L M O
have /hæv/ = VERB: έχω, λαμβάνω, αναγκάζομαι, κατέχω, γαμώ; USER: έχω, έχουν, έχει, πρέπει, έχετε, έχετε

GT GD C H L M O
height /haɪt/ = NOUN: ύψος, ανάστημα, μπόι; USER: ύψος, ύψους, Υψος, το ύψος, ύψος του

GT GD C H L M O
hello /helˈəʊ/ = NOUN: χαιρετισμός, χερετισμός; VERB: χαιρετώ; USER: γεια σας, γειά σου, Χαίρετε, γεια, Hello

GT GD C H L M O
help /help/ = NOUN: βοήθεια, αρωγή, βοηθός; VERB: βοηθώ; USER: βοήθεια, βοηθήσει, βοηθήσουν, να βοηθήσει, συμβάλει, συμβάλει

GT GD C H L M O
how /haʊ/ = ADVERB: πως; CONJUNCTION: πως, πόσον; USER: πως, Πώς, τρόπο, το πώς, πόσο, πόσο

GT GD C H L M O
i /aɪ/ = PRONOUN: εγώ; USER: εγώ, i, Ι, θ, μπορώ

GT GD C H L M O
iconic /aɪˈkɒn.ɪk/ = USER: εικονική, εικονικό, εμβληματικά, εμβληματικό, εικονικά

GT GD C H L M O
in /ɪn/ = PREPOSITION: σε, εν, εντός, εις, μέσα; USER: σε, στην, στο, στη, στον, στον

GT GD C H L M O
inch /ɪntʃ/ = NOUN: ίντσα, δάκτυλος; USER: ίντσα, ιντσών, ίντσες, ίντσας, inch

GT GD C H L M O
integrates /ˈɪn.tɪ.ɡreɪt/ = VERB: ολοκληρώ, ενοποιώ, ολοκληρώνω; USER: ενσωματώνει, ενοποιεί, ολοκληρώνει, ενσωματώνει την, ενσωματώνεται

GT GD C H L M O
interior /ɪnˈtɪə.ri.ər/ = NOUN: εσωτερικό; ADJECTIVE: εσωτερικός, ενδότερος; USER: εσωτερικό, εσωτερικός, Εσωτερικών, εσωτερική, εσωτερικού

GT GD C H L M O
interview /ˈɪn.tə.vjuː/ = NOUN: συνέντευξη; VERB: λαμβάνω συνέντευξη; USER: συνέντευξη, συνέντευξης, συνέντευξή, συνέντευξή του, συνέντευξη που

GT GD C H L M O
invite /ɪnˈvaɪt/ = VERB: προσκαλώ, καλώ, ενθαρρύνω; USER: προσκαλώ, καλώ, προσκαλούν, προσκαλούμε, καλέσει

GT GD C H L M O
is /ɪz/ = USER: είναι, είναι η, αποτελεί, έχει, βρίσκεται, βρίσκεται

GT GD C H L M O
it /ɪt/ = PRONOUN: το, αυτό; USER: αυτό, το, είναι, να, ότι, ότι

GT GD C H L M O
its /ɪts/ = PRONOUN: του, αυτού του, δικό του; USER: του, της, τους, τους

GT GD C H L M O
keep /kiːp/ = NOUN: διατήρηση, συντήρηση, φαί; VERB: κρατώ, διατηρώ, μένω, φυλάσσω, συντηρώ, συντηρούμαι, γιορτάζω; USER: διατήρηση, κρατήσει, να κρατήσει, τηρούν, κρατήσετε

GT GD C H L M O
languages /ˈlæŋ.ɡwɪdʒ/ = NOUN: γλώσσα; USER: γλώσσες, γλωσσών, γλώσσα, γλώσσες που, γλώσσες της

GT GD C H L M O
launch /lɔːntʃ/ = NOUN: εκτόξευση, μεγάλη λέμβος, πλοιάριο; VERB: λανσάρω, εκτοξεύω, καθέλκω, ρίπτομαι, προάγω, προωθώ; USER: εκτόξευση, ξεκινήσει, έναρξη, δρομολογήσει, την έναρξη

GT GD C H L M O
led /led/ = VERB: ηγούμαι, οδηγώ; USER: οδήγησε, οδήγησαν, υπό την ηγεσία, επικεφαλής, οδηγήσει

GT GD C H L M O
lot /lɒt/ = NOUN: παρτίδα, λώτ; USER: παρτίδα, πολλά, πολύ, πολλές, πολλή, πολλή

GT GD C H L M O
manager /ˈmæn.ɪ.dʒər/ = NOUN: διαχειριστής, διευθυντής; USER: διευθυντής, διαχειριστής, διαχειριστή, διευθυντή, μάνατζερ

GT GD C H L M O
maneuvers /məˈnuː.vər/ = NOUN: γυμνάσια; USER: γυμνάσια, ελιγμούς, ελιγμοί, ελιγμών, χειρισμούς

GT GD C H L M O
marketing /ˈmɑː.kɪ.tɪŋ/ = NOUN: εμπορία, προώθηση αγαθών; USER: εμπορία, μάρκετινγκ, εμπορίας, κυκλοφορίας, την εμπορία

GT GD C H L M O
model /ˈmɒd.əl/ = NOUN: μοντέλο, υπόδειγμα; ADJECTIVE: πρότυπο, πρότυπος; VERB: προπλάττω; USER: μοντέλο, υπόδειγμα, πρότυπο, μοντέλου, το μοντέλο

GT GD C H L M O
more /mɔːr/ = ADVERB: περισσότερο, πλέον, ακόμη, πιό, παραπάνω, μάλλον, κι άλλο; ADJECTIVE: περισσότερος, πιότερος; USER: περισσότερο, ακόμη, πλέον, περισσότερα, πιο

GT GD C H L M O
motor /ˈməʊ.tər/ = NOUN: μοτέρ, κινητήρας, μηχανή, κινητήρ; ADJECTIVE: κινητήριος; VERB: ταξιδεύω με αυτοκίνητο; USER: μοτέρ, κινητήρας, μηχανή, κινητήρα, με κινητήρα

GT GD C H L M O
multi /mʌl.ti-/ = USER: multi, πολυ, πολλαπλών, πολλαπλά, πολλών

GT GD C H L M O
namely /ˈneɪm.li/ = ADVERB: δηλαδή, ήτοι, ονομαστικά; USER: δηλαδή, ήτοι, συγκεκριμένα, και συγκεκριμένα, ιδίως

GT GD C H L M O
native /ˈneɪ.tɪv/ = ADJECTIVE: ντόπιος, ιθαγενής, εγχώριος, γενέθλιος, έμφυτος, ατόφιος; USER: ντόπιος, Native, μητρική, φυσική, εγγενή, εγγενή

GT GD C H L M O
new /njuː/ = ADJECTIVE: νέος, καινούργιος, καινουργής, πρόσφατος, φρέσκος; USER: νέος, νέα, νέο, νέων, νέες, νέες

GT GD C H L M O
news /njuːz/ = NOUN: νέα, ειδήσεις, νέο, χαμπάρι; USER: ειδήσεις, νέα, News, ειδήσεων, είδηση

GT GD C H L M O
nine /naɪn/ = USER: nine-, nine, devítka; USER: εννέα, εννιά, από εννέα, από εννέα

GT GD C H L M O
non /nɒn-/ = USER: non, non, non; USER: μη, δεν, χωρίς, εκτός, που δεν

GT GD C H L M O
novelties = NOUN: νεωτερισμοί, νέα μικροπράγματα, ψιλικά; USER: νεωτερισμοί, καινοτομίες, καινοτομιών, νεωτερισμούς

GT GD C H L M O
of /əv/ = PREPOSITION: του, από; USER: από, του, της, των, των

GT GD C H L M O
off /ɒf/ = ADVERB: μακριά από; ADJECTIVE: σβηστός; USER: μακριά από, από, off, εκτός, μακριά, μακριά

GT GD C H L M O
on /ɒn/ = PREPOSITION: επί, κατά, προς, επάνω, εμπρός, εις; ADVERB: κατά συνέχεια; USER: επί, κατά, για, σε, σχετικά, σχετικά

GT GD C H L M O
onboard = USER: εν πλω, επί του σκάφους, πλω, στο αεροσκάφος, επιβιβαστεί

GT GD C H L M O
optics /ˈɒp.tɪks/ = NOUN: οπτική; USER: οπτική, Optics, οπτικών, Οπτικής, οπτικά

GT GD C H L M O
or /ɔːr/ = CONJUNCTION: ή; USER: ή, και, ή να, είτε, ή την, ή την

GT GD C H L M O
origins /ˈɒr.ɪ.dʒɪn/ = NOUN: προέλευση, καταγωγή, αρχή, πηγή, προσδιοριστικό σημείο; USER: προέλευση, καταγωγή, ρίζες, προέλευσή, καταβολές

GT GD C H L M O
out /aʊt/ = ADVERB: έξω, απέξω; PREPOSITION: εκτός, εκ; USER: έξω, εκτός, από, out, Αναχώρηση, Αναχώρηση

GT GD C H L M O
outdoor /ˈaʊtˌdɔːr/ = ADJECTIVE: υπαίθριος; NOUN: ύπαιθρος; USER: υπαίθριος, Εξωτερική, υπαίθρια, Υπαίθριοι χώροι, υπαίθριο

GT GD C H L M O
outside /ˌaʊtˈsaɪd/ = ADVERB: εκτός, έξω, απέξω; ADJECTIVE: εξωτερικός; NOUN: εξωτερικό μέρος; USER: έξω, εκτός, έξω από, εξωτερικό, εξωτερική, εξωτερική

GT GD C H L M O
parking /ˈpɑː.kɪŋ/ = NOUN: στάθμευση, παρκάρισμα, σταμάτημα; USER: στάθμευση, στάθμευσης, πάρκινγκ, χώρο στάθμευσης, χώρος στάθμευσης

GT GD C H L M O
pavilion /pəˈvɪl.jən/ = NOUN: περίπτερο, κιόσκι, υπόστεγο; USER: περίπτερο, κιόσκι, Pavilion, περιπτέρου, το περίπτερο

GT GD C H L M O
please /pliːz/ = VERB: παρακαλώ, ευχαριστώ, αρέσω, αρέσκω, ευαρεστώ, τέρπω, ευχαριστούμαι; USER: παρακαλώ, παρακαλούμε, παρακαλούμε να, παρακαλείστε, παρακαλείσθε

GT GD C H L M O
pleasure /ˈpleʒ.ər/ = NOUN: ευχαρίστηση, αναψυχή, ηδονή, τέρψη, ευαρέσκεια; USER: ευχαρίστηση, αναψυχή, ηδονή, χαρά, αναψυχής

GT GD C H L M O
product /ˈprɒd.ʌkt/ = NOUN: προϊόν, γινόμενο; USER: προϊόν, προϊόντος, προϊόντων, των προϊόντων, προϊόντα

GT GD C H L M O
published /ˈpʌb.lɪʃ/ = VERB: δημοσιεύω, εκδίδω; USER: δημοσιεύονται, δημοσιευθεί, δημοσιεύεται, δημοσιεύθηκε, δημοσίευσε, δημοσίευσε

GT GD C H L M O
redesigned /ˌriːdɪˈzaɪnd/ = USER: επανασχεδιαστεί, επανασχεδιασμένο, ανασχεδιασμένο, επανασχεδιάστηκε, επανασχεδιασμένη

GT GD C H L M O
rediscover /ˌrēdisˈkəvər/ = VERB: ανακαλύπτω εκ νέου; USER: ξαναβρεί, ξαναβρούν, ξαναβρούμε, ανακαλύψουμε ξανά, ανακαλύψουν εκ νέου

GT GD C H L M O
renewed /rɪˈnjuː/ = NOUN: ανανέωση, παράταση

GT GD C H L M O
representatives /ˌrepriˈzentətiv/ = NOUN: εκπρόσωπος, αντιπρόσωπος, εντολοδόχος, πράκτορας; USER: εκπροσώπους, εκπρόσωποι, αντιπρόσωποι, εκπροσώπων, οι εκπρόσωποι

GT GD C H L M O
road /rəʊd/ = NOUN: δρόμος, οδός; ADJECTIVE: χερσαίος; USER: δρόμος, οδός, δρόμο, οδικών, δρόμου

GT GD C H L M O
romanian /rʊˈmeɪ.ni.ən/ = ADJECTIVE: ρουμανικός; NOUN: Ρουμανός; USER: ρουμανικός, ρουμανική, Ρουμάνικα, ρουμανικά, της Ρουμανίας

GT GD C H L M O
s = ABBREVIATION: μικρό; USER: s, ες, α, ων

GT GD C H L M O
seat /siːt/ = NOUN: έδρα, κάθισμα, θέση, κατοικία; VERB: κάθωμαι, βάλλω κάποιον να καθήσει, καθίζω; USER: κάθισμα, έδρα, θέση, καθίσματος, έδρας

GT GD C H L M O
seats /siːt/ = NOUN: έδρα, κάθισμα, θέση, κατοικία; VERB: κάθωμαι, βάλλω κάποιον να καθήσει, καθίζω; USER: θέσεις, καθίσματα, θέσεων, έδρες, καθισμάτων

GT GD C H L M O
see /siː/ = VERB: βλέπω, καταλαβαίνω; NOUN: επισκοπή; USER: βλέπω, δείτε, βλ., βλέπε, βλέπετε, βλέπετε

GT GD C H L M O
select /sɪˈlekt/ = VERB: επιλέγω, διαλέγω, εκλέγω; ADJECTIVE: εκλεκτός; USER: επιλέξτε, επιλέξετε, επιλογή, επιλέξει, επιλέγετε

GT GD C H L M O
settings /ˈset.ɪŋ/ = NOUN: τοποθέτηση, δύση, σύνθεση, δέσιμο δακτυλιολίθου, σκηνογραφία, δέσιμο κοσμήματος; USER: ρυθμίσεις, ρυθμίσεων, τις ρυθμίσεις, ρυθμίσεις του, των ρυθμίσεων

GT GD C H L M O
show /ʃəʊ/ = NOUN: προβολή, επίδειξη, έκθεση, σόου, θέαμα, θέατρο; VERB: δείχνω, εμφανίζω, φαίνομαι, δεικνύω; USER: προβολή, δείχνουν, δείξει, εμφάνιση, δείτε

GT GD C H L M O
showrooms /ˈʃəʊ.ruːm/ = NOUN: αίθουσα έκθεσης εμπορευμάτων, δωμάτιο εκθέσεως εμπορευμάτων, δωμάτιο επιδείξεως εμπορευμάτων; USER: εκθεσιακοί χώροι, εκθεσιακούς χώρους,

GT GD C H L M O
signature /ˈsɪɡ.nɪ.tʃər/ = NOUN: υπογραφή, τζίφρα; USER: υπογραφή, υπογραφής, την υπογραφή

GT GD C H L M O
skills /skɪl/ = NOUN: επιδεξιότητα, δεξιοτεχνία, επιτηδειότητα, επιδεξιότης, επιτηδειότης; USER: δεξιότητες, δεξιοτήτων, ικανότητες, τις δεξιότητες, ικανοτήτων

GT GD C H L M O
speakers /ˈspiː.kər/ = NOUN: ομιλητής, μεγάφωνο, ρήτωρ, πρόεδρος βουλής; USER: ηχεία, ομιλητές, ομιλητών, ηχείων, τα ηχεία

GT GD C H L M O
starting /stɑːt/ = NOUN: εκκίνηση, ξεκίνημα; ADJECTIVE: εκκινών, αρχίζων; USER: εκκίνηση, εκκίνησης, έναρξη, ξεκινώντας, την έναρξη

GT GD C H L M O
steering /ˈstɪə.rɪŋ ˌkɒl.əm/ = NOUN: πηδαλιούχηση; USER: πηδαλιούχηση, διεύθυνσης, τιμονιού, τιμόνι, υδραυλικό

GT GD C H L M O
subtitle /ˈsʌbˌtaɪ.tl̩/ = NOUN: υπότιτλος; USER: υπότιτλος, υποτίτλων, υπότιτλους, υποτίτλου, υπότιτλου

GT GD C H L M O
such /sʌtʃ/ = PRONOUN: τέτοιος, τοιούτος, τάδε; USER: τέτοιος, όπως, τέτοια, εν λόγω, αυτών, αυτών

GT GD C H L M O
system /ˈsɪs.təm/ = NOUN: σύστημα, μέθοδος; USER: σύστημα, συστήματος, του συστήματος, το σύστημα, το σύστημα

GT GD C H L M O
systems /ˈsɪs.təm/ = NOUN: σύστημα, μέθοδος; USER: συστήματα, συστημάτων, τα συστήματα, των συστημάτων, σύστημα

GT GD C H L M O
talked /tɔːk/ = VERB: μιλώ, συνομιλώ, κουβεντιάζω, ομιλώ; USER: μίλησε, μιλήσαμε, μιλήσει, μίλησα, μίλησαν

GT GD C H L M O
the /ðiː/ = ARTICLE: ο; USER: ο, η, το, την, της

GT GD C H L M O
this /ðɪs/ = PRONOUN: αυτό, τούτος, ούτος; USER: αυτό, αυτή, Αυτό το, αυτή η, Η παρούσα, Η παρούσα

GT GD C H L M O
time /taɪm/ = NOUN: φορά, ώρα, χρόνος, εποχή, καιρός; VERB: κανονίζω τον καιρό, μετρώ τον καιρό, συγχρονίζω; USER: χρόνος, ώρα, φορά, καιρός, εποχή, εποχή

GT GD C H L M O
to /tuː/ = USER: to-, to, για, προς, μέχρι, εις; USER: να, για, προς, μέχρι, σε, σε

GT GD C H L M O
today /təˈdeɪ/ = ADVERB: σήμερα; USER: σήμερα, σημερινή, σημερινό, σήμερα το, σήμερα το

GT GD C H L M O
told /təʊld/ = VERB: λέγω, διηγούμαι, ιστορώ, αριθμώ; USER: είπε, δήλωσε, πει, είπαν, στους

GT GD C H L M O
track /træk/ = NOUN: τροχιά, ίχνος, αποβάθρα, δρόμος, γραμμές σιδηροδρόμου, πατημασιά, στίβος; VERB: ανιχνεύω, ακολουθώ τα ίχνη, ιχνηλατώ; USER: τροχιά, παρακολουθείτε, παρακολούθηση, τραγουδιού, την παρακολούθηση

GT GD C H L M O
translate /trænsˈleɪt/ = VERB: μεταφράζω, μεταγλωττίζω; USER: μεταφράζω, μεταφράσουμε, μεταφράσουμε το, μεταφράζουν, να μεταφράσουμε, να μεταφράσουμε

GT GD C H L M O
us /ʌs/ = PRONOUN: μας, εμάς; USER: μας, εμάς, μαζί μας, us, μας να, μας να

GT GD C H L M O
useful /ˈjuːs.fəl/ = ADJECTIVE: χρήσιμος, επωφελής, ωφέλιμος; USER: χρήσιμος, χρήσιμα, χρήσιμο, χρήσιμες, χρήσιμη

GT GD C H L M O
ve / -v/ = USER: ve, κο, πάει εκεί, νβ, νβ

GT GD C H L M O
very /ˈver.i/ = ADVERB: πολύ, ακριβώς, λίαν, ακόμη και; ADJECTIVE: αληθής, ατούσιος; USER: πολύ, ιδιαίτερα, είναι πολύ, ακριβώς, ακριβώς

GT GD C H L M O
video /ˈvɪd.i.əʊ/ = NOUN: βίντεο, τηλεόραση; ADJECTIVE: τηλεοπτικός; USER: βίντεο, το βίντεο, εικόνας

GT GD C H L M O
view /vjuː/ = NOUN: θέα, άποψη, όψη, ιδέα, φρόνημα, θεωρία, σκοπός; VERB: βλέπω, θεωρώ; USER: θέα, άποψη, δείτε, προβάλετε, ΠΡΟΒΟΛΗ

GT GD C H L M O
wanted /ˈwɒn.tɪd/ = ADJECTIVE: καταζητούμενος; USER: ήθελε, ήθελαν, θέλησαν, θέλησε, επιθυμούσε, επιθυμούσε

GT GD C H L M O
warning /ˈwɔː.nɪŋ/ = NOUN: προειδοποίηση, παραγγελία; USER: προειδοποίηση, προειδοποίησης, προειδοποιητικό, προειδοποιητική, προειδοποιητικά

GT GD C H L M O
was /wɒz/ = USER: ήταν, είχε, έγινε, έγινε

GT GD C H L M O
we /wiː/ = PRONOUN: εμείς; USER: εμείς, θα, που, έχουμε, μπορούμε, μπορούμε

GT GD C H L M O
what /wɒt/ = PRONOUN: τι, τις, ποιός, ποσόν; USER: τι, αυτό, αυτό που, ποια, ποια

GT GD C H L M O
wheel /wiːl/ = NOUN: τροχός, τιμόνι, ρόδα; VERB: γυρίζω, περιστρέφω, κυλιέμαι σε τροχούς; USER: τροχός, ρόδα, τιμόνι, τροχού, τροχό

GT GD C H L M O
wheels /wiːl/ = NOUN: τροχός, τιμόνι, ρόδα; VERB: γυρίζω, περιστρέφω, κυλιέμαι σε τροχούς; USER: τροχοί, τροχούς, τροχών, ζάντες, ρόδες

GT GD C H L M O
when /wen/ = CONJUNCTION: όταν, άμα; ADVERB: πότε; USER: όταν, κατά, κατά την, πότε, πότε

GT GD C H L M O
who /huː/ = PRONOUN: ποιός; USER: που, ο οποίος, οι οποίοι, οποίος, ποιος, ποιος

GT GD C H L M O
will /wɪl/ = USER: will-, will, would, shall, βούληση, θέληση, διαθήκη; VERB: θέλω, διαθέτω, δίνω για διαθήκη; USER: θα, θα είναι, βούληση, θέληση, θέληση

GT GD C H L M O
with /wɪð/ = PREPOSITION: με, μαζί, μετά, συν; USER: με, με το, με την, με τις, με τα, με τα

GT GD C H L M O
worked /wərk/ = VERB: εργάζομαι, δουλεύω, λειτουργώ, κατεργάζομαι; USER: εργάστηκε, εργάστηκαν, εργαστεί, λειτούργησε, δούλεψε

GT GD C H L M O
x /eks/ = USER: x, χ, x Πρώτα, x Πρώτα τα, το Χ

GT GD C H L M O
year /jɪər/ = NOUN: έτος, χρόνος; USER: έτος, έτους, χρόνο, το έτος, περίοδο, περίοδο

GT GD C H L M O
you /juː/ = PRONOUN: εσείς, εσύ, σείς, σύ; USER: εσείς, εσύ, σας, μπορείτε, που, που

GT GD C H L M O
your /jɔːr/ = PRONOUN: váš, svůj, tvůj; USER: σας, σου, σας για, το, το

169 words