Greek Vocabulary
Click on letter: GT-Google Translate; GD-Google Define; H-Collins; L-Longman; M-Macmillan; O-Oxford; © or C-Cambridge
GT
GD
C
H
L
M
O
a
GT
GD
C
H
L
M
O
about
/əˈbaʊt/ = ADVERB: περίπου, γύρω, κοντά, κατά προσέγγιση, ολόγυρα, παντού, πλησίον;
PREPOSITION: για, σχετικά με, περί, γύρω από, επάνω;
USER: περίπου, για, σχετικά με, σχετικά, για το
GT
GD
C
H
L
M
O
adjustable
/əˈjəstəbəl/ = ADJECTIVE: ευκανόνιστος, ευπροσάρμοστος;
USER: ρυθμιζόμενο, ρυθμιζόμενη, ρυθμιζόμενα, ρυθμιζόμενες, ρυθμιζόμενος
GT
GD
C
H
L
M
O
adjustment
/əˈdʒʌst.mənt/ = NOUN: προσαρμογή, ρύθμιση, διευθέτηση, εφαρμογή, κανονισμός, απολογισμός;
USER: προσαρμογή, ρύθμιση, προσαρμογής, ρύθμισης, αναπροσαρμογή
GT
GD
C
H
L
M
O
air
/eər/ = NOUN: αέρας, ύφος, άνεμος, χαβάς;
ADJECTIVE: αεροπορικός;
VERB: αερίζω;
USER: αέρας, αέρα, αεροπορικών, αέρος, του αέρα, του αέρα
GT
GD
C
H
L
M
O
alloy
/ˈæl.ɔɪ/ = NOUN: κράμα, μίγμα μέταλλου;
VERB: μιγνύω, κατασκευάζω κράμα;
USER: κράμα, κράματος, αλουμινίου, κραμάτων, κραματοποιημένο
GT
GD
C
H
L
M
O
also
/ˈɔːl.səʊ/ = ADVERB: επίσης, επί πλέον;
USER: επίσης, και, επίσης να, επίσης να
GT
GD
C
H
L
M
O
aluminum
/əˈlo͞omənəm/ = NOUN: αλουμίνιο, αργίλιο;
USER: αλουμίνιο, αργίλιο, αλουμινίου, αργιλίου, από αλουμίνιο
GT
GD
C
H
L
M
O
an
/ən/ = ARTICLE: ένα, μια, ένας;
USER: ένα, μια, ένας, μία, η
GT
GD
C
H
L
M
O
and
/ænd/ = CONJUNCTION: και;
USER: και, και την, και να, και της, και των, και των
GT
GD
C
H
L
M
O
arrives
/əˈraɪv/ = VERB: φθάνω, προσγίνομαι, αφικνούμαι;
USER: φτάνει, φθάνει, έρχεται, καταφθάνει, φτάσει
GT
GD
C
H
L
M
O
as
/əz/ = CONJUNCTION: ως, καθώς, επειδή;
USER: ως, καθώς, όπως, και, και
GT
GD
C
H
L
M
O
at
/ət/ = PREPOSITION: στο, κατά, στη, στον, εις, εν;
NOUN: παπάκι;
USER: στο, κατά, στη, στον, σε, σε
GT
GD
C
H
L
M
O
auto
/ˈɔː.təʊ/ = PREFIX: αυτο-;
USER: auto, αυτοκινήτων, αυτόματη, αυτόματης, αυτόματο
GT
GD
C
H
L
M
O
automatic
/ˌôtəˈmatik/ = NOUN: αυτόματο;
ADJECTIVE: αυτόματος;
USER: αυτόματο, αυτόματος, αυτόματη, αυτόματης, αυτόματα, αυτόματα
GT
GD
C
H
L
M
O
bars
/bɑːr/ = NOUN: μπαρ, μπάρα, ράβδος, λάμα, κώλυμα, μοχλός, ποτοπωλείο, δικηγορικό σώμα, λοστός, σκυτάλη, μανιβέλα, τεμάχι, δοκός καρένας πλοίου, μεταλλικό τεμάχιο;
VERB: κωλύω, αποθαρρύνω;
USER: μπαρ, μπάρες, bars, ράβδοι, ράβδους
GT
GD
C
H
L
M
O
board
/bɔːd/ = NOUN: επιτροπή, χαρτόνι, σανίδα, πινακίδα, κατάστρωμα, οικοτροφία, πλευρά πλοίου;
VERB: επιβιβάζομαι, επιβαίνω, οικοτροφούμαι, οικοτροφώ, σανιδώνω;
USER: χαρτόνι, επιτροπή, σανίδα, σκάφους, του σκάφους
GT
GD
C
H
L
M
O
brand
/brænd/ = NOUN: μάρκα, είδος, δαυλός, στίγμα, πυρσός;
VERB: στιγματίζω;
USER: μάρκα, μάρκας, εμπορικό σήμα, σήμα, brand
GT
GD
C
H
L
M
O
brought
/brɔːt/ = VERB: φέρω, φέρνω;
USER: έφερε, έφεραν, άσκησε, ασκήθηκε, φέρει, φέρει
GT
GD
C
H
L
M
O
but
/bʌt/ = CONJUNCTION: αλλά, πλην, μόλις;
PREPOSITION: εκτός;
USER: αλλά, όμως, αλλά και, αλλά η, αλλά η
GT
GD
C
H
L
M
O
by
/baɪ/ = PREPOSITION: με, υπό;
ADVERB: δίπλα, πλησίον;
USER: με, από, κατά, από την, από τον, από τον
GT
GD
C
H
L
M
O
camera
/ˈkæm.rə/ = NOUN: κάμερα, φωτογραφική μηχανή, μηχανή;
USER: κάμερα, φωτογραφική μηχανή, μηχανή, κάμερας, φωτογραφικής μηχανής
GT
GD
C
H
L
M
O
can
/kæn/ = VERB: μπορώ, δύναμαι, κονσερβοποιώ;
NOUN: κουτί, κονσέρβα, μεταλλικό δοχείο, κονσερβοκούτι, μπιτόνι, τενεκές;
USER: μπορώ, μπορεί, να, μπορεί να, μπορούν
GT
GD
C
H
L
M
O
capabilities
/ˌkāpəˈbilitē/ = NOUN: ικανότητα, δυνατότητα, επιδεξιότητα;
USER: δυνατότητες, ικανότητες, δυνατοτήτων, ικανοτήτων, τις δυνατότητες
GT
GD
C
H
L
M
O
car
/kɑːr/ = NOUN: αυτοκίνητο, βαγόνι, άμαξα;
USER: αυτοκίνητο, αυτοκινήτων, αυτοκινήτου, αυτοκίνητό, το αυτοκίνητο
GT
GD
C
H
L
M
O
cc
/ˌsiːˈsiː/ = USER: cc, γγ, Κοιν., κ.εκ., Κοιν
GT
GD
C
H
L
M
O
choose
/tʃuːz/ = VERB: επιλέγω, διαλέγω, προτιμώ, ξεδιαλέγω, εκλέγω;
USER: επιλέξτε, επιλέξετε, να επιλέξουν, επιλέξουν, επιλέγουν
GT
GD
C
H
L
M
O
come
/kʌm/ = VERB: έρχομαι, φθάνω, γίνομαι, παριστάνω;
ADJECTIVE: ερχόμενος, προσεχής, μελλοντικός;
USER: έλα, έρχονται, έρθει, προέρχονται, έρθουν, έρθουν
GT
GD
C
H
L
M
O
comfort
/ˈkʌm.fət/ = NOUN: άνεση, παρηγοριά, ανακούφιση, κομφόρ, κουράγιο;
VERB: ανακουφίζω, παρηγορώ, ενθαρρύνω, αναπαύω;
USER: άνεση, Ανέσεις, Comfort, άνεσης, την άνεση
GT
GD
C
H
L
M
O
community
/kəˈmjuː.nə.ti/ = NOUN: κοινότητα, κοινωνία, παροικία, κοινότης, ταυτότητα;
USER: κοινότητα, Κοινότητας, κοινότητάς, της κοινότητάς, κοινότητά
GT
GD
C
H
L
M
O
completely
/kəmˈpliːt.li/ = ADVERB: εντελώς, τελείως, ολότελα;
USER: εντελώς, τελείως, πλήρως, απολύτως, πλήρη
GT
GD
C
H
L
M
O
conditioning
/kənˈdɪʃ.ən/ = NOUN: αιρ-κοντίσιον;
USER: κλιματισμού, Κλιματισμός, conditioning, κλιματισμό, μπάνιου
GT
GD
C
H
L
M
O
conditions
/kənˈdɪʃ.ən/ = NOUN: συνθήκες, περιστάσεις;
USER: συνθήκες, όρους, προϋποθέσεις, όροι, συνθηκών, συνθηκών
GT
GD
C
H
L
M
O
control
/kənˈtrəʊl/ = NOUN: έλεγχος, ρύθμιση, εξουσία, διακόπτης;
VERB: ελέγχω, ρυθμίζω, εξουσιάζω, συγκρατώ, επαληθεύω;
USER: έλεγχο, τον έλεγχο, ελέγχου, ελέγχουν, ελέγχει
GT
GD
C
H
L
M
O
corner
/ˈkɔː.nər/ = NOUN: γωνία, κοχή;
VERB: μονοπωλώ, παίρνω στροφή, στρίβω;
USER: γωνία, κόρνερ, γωνιά, εστία του, εστία
GT
GD
C
H
L
M
O
country
/ˈkʌn.tri/ = NOUN: χώρα, πατρίδα, εξοχή, ύπαιθρος, πατρίς;
ADJECTIVE: εξοχικός, χωριάτικος;
USER: χώρα, χώρας, χωρών, τη χώρα, χώρες
GT
GD
C
H
L
M
O
dead
/ded/ = ADJECTIVE: νεκρός, πεθαμένος, ψόφιος, χαμός, σβησμένος, απόλυτος;
USER: νεκρός, νεκρών, νεκρό, νεκρά, νεκρούς, νεκρούς
GT
GD
C
H
L
M
O
dec
/ˈdeb.juː.tɒnt/ = USER: Δεκέμβριος, Δεκέμβριο, Δεκέμβρης, Δεκ, Δεκ.
GT
GD
C
H
L
M
O
depth
/depθ/ = NOUN: βάθος, βαθύτητα, πυθμένας, βαθύτης;
USER: βάθος, βάθους, εμπεριστατωμένη, σε βάθος, το βάθος
GT
GD
C
H
L
M
O
design
/dɪˈzaɪn/ = NOUN: σχέδιο, γραμμή, σκοπός, σχεδιάγραμμα;
VERB: σχεδιάζω;
USER: σχέδιο, σχεδιασμό, σχεδιασμού, σχεδιασμός, σχεδίαση
GT
GD
C
H
L
M
O
designed
/dɪˈzaɪn/ = VERB: σχεδιάζω;
USER: σχεδιασμένα, σχεδιαστεί, σχεδιάστηκε, σχεδιασμένο, σχεδιασμένη
GT
GD
C
H
L
M
O
discover
/dɪˈskʌv.ər/ = VERB: ανακαλύπτω;
USER: ανακαλύψετε, ανακαλύπτουν, ανακαλύψουν, ανακαλύψει, ανακαλύψτε
GT
GD
C
H
L
M
O
dna
/ˌdiː.enˈeɪ/ = USER: dna, ϋΝΑ, ΟΝΑ, του DNA, το DNA
GT
GD
C
H
L
M
O
does
/dʌz/ = VERB: κάνω, πράττω, εκτελώ, κάμνω, ποιώ;
USER: κάνει, δεν, έχει, το κάνει, σημαίνει, σημαίνει
GT
GD
C
H
L
M
O
driver
/ˈdraɪ.vər/ = NOUN: οδηγός;
USER: οδηγός, οδηγού, οδηγό, πρόγραμμα οδήγησης, οδήγησης
GT
GD
C
H
L
M
O
driving
/ˈdraɪ.vɪŋ/ = NOUN: οδήγηση;
USER: οδήγηση, οδήγησης, την οδήγηση, κινητήρια, πάτε
GT
GD
C
H
L
M
O
duster
/ˈdʌs.tər/ = NOUN: ξεσκονόπανο, ξεσκονιστήρι;
USER: ξεσκονόπανο, duster, ξεσκονόπανων, θειωτήρας, ξεσκονιστήρι
GT
GD
C
H
L
M
O
english
/ˈɪŋ.ɡlɪʃ/ = ADJECTIVE: αγγλικός;
NOUN: Εγγλέζος;
USER: english, αγγλικά, αγγλική, Πρώτα αγγλικά, Αγγλικα, Αγγλικα
GT
GD
C
H
L
M
O
enhance
/ɪnˈhɑːns/ = VERB: επαυξάνω;
USER: ενίσχυση, ενίσχυση της, την ενίσχυση της, ενισχύσουν, την ενίσχυση
GT
GD
C
H
L
M
O
episode
/ˈep.ɪ.səʊd/ = NOUN: επεισόδιο;
USER: επεισόδιο, επεισοδίου, Επεισόδια, το επεισόδιο
GT
GD
C
H
L
M
O
equipment
/ɪˈkwɪp.mənt/ = NOUN: εξοπλισμός, εφόδια, εφοδιασμός;
USER: εξοπλισμός, εξοπλισμού, εξοπλισμό, τον εξοπλισμό, συσκευές, συσκευές
GT
GD
C
H
L
M
O
ergonomic
/ˌɜː.ɡəˈnɒm.ɪks/ = USER: εργονομικό, εργονομική, εργονομικές, εργονομικά, εργονομικός
GT
GD
C
H
L
M
O
everything
/ˈev.ri.θɪŋ/ = PRONOUN: πάντα, καθετί;
USER: πάντα, τα πάντα, όλα, ό, ό
GT
GD
C
H
L
M
O
exclusive
/ɪkˈskluː.sɪv/ = ADJECTIVE: αποκλειστικός;
USER: αποκλειστικός, αποκλειστική, αποκλειστικό, αποκλειστικά, αποκλειστικής
GT
GD
C
H
L
M
O
exterior
/ɪkˈstɪə.ri.ər/ = ADJECTIVE: εξωτερικός;
NOUN: εξωτερική όψη;
USER: εξωτερικός, εξωτερικό, εξωτερική, εξωτερικά, εξωτερικές
GT
GD
C
H
L
M
O
face
/feɪs/ = NOUN: πρόσωπο, όψη, φάτσα, μούτρο;
VERB: αντικρύζω, ατενίζω;
USER: πρόσωπο, όψη, προσώπου, πρόσωπό, αντιμετωπίζουν, αντιμετωπίζουν
GT
GD
C
H
L
M
O
fans
/fæn/ = NOUN: ανεμιστήρας, θαυμαστής, φτερωτή, θιασώτης, βενταλιά, όμιλος θαυμαστών;
USER: ανεμιστήρες, οπαδούς, τους οπαδούς, fans, οπαδοί
GT
GD
C
H
L
M
O
favorite
/ˈfeɪ.vər.ɪt/ = ADJECTIVE: ευνοούμενος, ευνοούμενος;
NOUN: φαβόρι, φαβόρι;
USER: αγαπημένα, αγαπημένο, αγαπημένη, αγαπημένες, το αγαπημένο
GT
GD
C
H
L
M
O
find
/faɪnd/ = NOUN: εύρημα, ανακάλυψη;
VERB: βρίσκω, ευρίσκω;
USER: βρείτε, βρίσκουν, βρουν, βρει, να βρείτε, να βρείτε
GT
GD
C
H
L
M
O
first
/ˈfɜːst/ = ADVERB: πρώτα, first-, first;
USER: πρώτα, πρώτος, πρώτη, πρώτο, πρώτοι, πρώτοι
GT
GD
C
H
L
M
O
for
/fɔːr/ = PREPOSITION: για, επί, υπέρ, περί, διά, χάριν, εις, ένεκα;
CONJUNCTION: διότι;
USER: για, για την, για το, για τη, για τις, για τις
GT
GD
C
H
L
M
O
from
/frɒm/ = PREPOSITION: από, εκ, παρά;
USER: από, από την, από το, από τις, από τη, από τη
GT
GD
C
H
L
M
O
functionalities
/ˌfʌŋk.ʃənˈæl.ə.ti/ = USER: λειτουργίες, λειτουργικότητες, λειτουργικές, λειτουργιών, τις λειτουργίες
GT
GD
C
H
L
M
O
guinea
/ˈɡɪn.i/ = USER: γκινέα, ινδικά, χοιρίδια, ινδικού, χοιρίδιο
GT
GD
C
H
L
M
O
have
/hæv/ = VERB: έχω, λαμβάνω, αναγκάζομαι, κατέχω, γαμώ;
USER: έχω, έχουν, έχει, πρέπει, έχετε, έχετε
GT
GD
C
H
L
M
O
height
/haɪt/ = NOUN: ύψος, ανάστημα, μπόι;
USER: ύψος, ύψους, Υψος, το ύψος, ύψος του
GT
GD
C
H
L
M
O
hello
/helˈəʊ/ = NOUN: χαιρετισμός, χερετισμός;
VERB: χαιρετώ;
USER: γεια σας, γειά σου, Χαίρετε, γεια, Hello
GT
GD
C
H
L
M
O
help
/help/ = NOUN: βοήθεια, αρωγή, βοηθός;
VERB: βοηθώ;
USER: βοήθεια, βοηθήσει, βοηθήσουν, να βοηθήσει, συμβάλει, συμβάλει
GT
GD
C
H
L
M
O
how
/haʊ/ = ADVERB: πως;
CONJUNCTION: πως, πόσον;
USER: πως, Πώς, τρόπο, το πώς, πόσο, πόσο
GT
GD
C
H
L
M
O
i
/aɪ/ = PRONOUN: εγώ;
USER: εγώ, i, Ι, θ, μπορώ
GT
GD
C
H
L
M
O
iconic
/aɪˈkɒn.ɪk/ = USER: εικονική, εικονικό, εμβληματικά, εμβληματικό, εικονικά
GT
GD
C
H
L
M
O
in
/ɪn/ = PREPOSITION: σε, εν, εντός, εις, μέσα;
USER: σε, στην, στο, στη, στον, στον
GT
GD
C
H
L
M
O
inch
/ɪntʃ/ = NOUN: ίντσα, δάκτυλος;
USER: ίντσα, ιντσών, ίντσες, ίντσας, inch
GT
GD
C
H
L
M
O
integrates
/ˈɪn.tɪ.ɡreɪt/ = VERB: ολοκληρώ, ενοποιώ, ολοκληρώνω;
USER: ενσωματώνει, ενοποιεί, ολοκληρώνει, ενσωματώνει την, ενσωματώνεται
GT
GD
C
H
L
M
O
interior
/ɪnˈtɪə.ri.ər/ = NOUN: εσωτερικό;
ADJECTIVE: εσωτερικός, ενδότερος;
USER: εσωτερικό, εσωτερικός, Εσωτερικών, εσωτερική, εσωτερικού
GT
GD
C
H
L
M
O
interview
/ˈɪn.tə.vjuː/ = NOUN: συνέντευξη;
VERB: λαμβάνω συνέντευξη;
USER: συνέντευξη, συνέντευξης, συνέντευξή, συνέντευξή του, συνέντευξη που
GT
GD
C
H
L
M
O
invite
/ɪnˈvaɪt/ = VERB: προσκαλώ, καλώ, ενθαρρύνω;
USER: προσκαλώ, καλώ, προσκαλούν, προσκαλούμε, καλέσει
GT
GD
C
H
L
M
O
is
/ɪz/ = USER: είναι, είναι η, αποτελεί, έχει, βρίσκεται, βρίσκεται
GT
GD
C
H
L
M
O
it
/ɪt/ = PRONOUN: το, αυτό;
USER: αυτό, το, είναι, να, ότι, ότι
GT
GD
C
H
L
M
O
its
/ɪts/ = PRONOUN: του, αυτού του, δικό του;
USER: του, της, τους, τους
GT
GD
C
H
L
M
O
keep
/kiːp/ = NOUN: διατήρηση, συντήρηση, φαί;
VERB: κρατώ, διατηρώ, μένω, φυλάσσω, συντηρώ, συντηρούμαι, γιορτάζω;
USER: διατήρηση, κρατήσει, να κρατήσει, τηρούν, κρατήσετε
GT
GD
C
H
L
M
O
languages
/ˈlæŋ.ɡwɪdʒ/ = NOUN: γλώσσα;
USER: γλώσσες, γλωσσών, γλώσσα, γλώσσες που, γλώσσες της
GT
GD
C
H
L
M
O
launch
/lɔːntʃ/ = NOUN: εκτόξευση, μεγάλη λέμβος, πλοιάριο;
VERB: λανσάρω, εκτοξεύω, καθέλκω, ρίπτομαι, προάγω, προωθώ;
USER: εκτόξευση, ξεκινήσει, έναρξη, δρομολογήσει, την έναρξη
GT
GD
C
H
L
M
O
led
/led/ = VERB: ηγούμαι, οδηγώ;
USER: οδήγησε, οδήγησαν, υπό την ηγεσία, επικεφαλής, οδηγήσει
GT
GD
C
H
L
M
O
lot
/lɒt/ = NOUN: παρτίδα, λώτ;
USER: παρτίδα, πολλά, πολύ, πολλές, πολλή, πολλή
GT
GD
C
H
L
M
O
manager
/ˈmæn.ɪ.dʒər/ = NOUN: διαχειριστής, διευθυντής;
USER: διευθυντής, διαχειριστής, διαχειριστή, διευθυντή, μάνατζερ
GT
GD
C
H
L
M
O
maneuvers
/məˈnuː.vər/ = NOUN: γυμνάσια;
USER: γυμνάσια, ελιγμούς, ελιγμοί, ελιγμών, χειρισμούς
GT
GD
C
H
L
M
O
marketing
/ˈmɑː.kɪ.tɪŋ/ = NOUN: εμπορία, προώθηση αγαθών;
USER: εμπορία, μάρκετινγκ, εμπορίας, κυκλοφορίας, την εμπορία
GT
GD
C
H
L
M
O
model
/ˈmɒd.əl/ = NOUN: μοντέλο, υπόδειγμα;
ADJECTIVE: πρότυπο, πρότυπος;
VERB: προπλάττω;
USER: μοντέλο, υπόδειγμα, πρότυπο, μοντέλου, το μοντέλο
GT
GD
C
H
L
M
O
more
/mɔːr/ = ADVERB: περισσότερο, πλέον, ακόμη, πιό, παραπάνω, μάλλον, κι άλλο;
ADJECTIVE: περισσότερος, πιότερος;
USER: περισσότερο, ακόμη, πλέον, περισσότερα, πιο
GT
GD
C
H
L
M
O
motor
/ˈməʊ.tər/ = NOUN: μοτέρ, κινητήρας, μηχανή, κινητήρ;
ADJECTIVE: κινητήριος;
VERB: ταξιδεύω με αυτοκίνητο;
USER: μοτέρ, κινητήρας, μηχανή, κινητήρα, με κινητήρα
GT
GD
C
H
L
M
O
multi
/mʌl.ti-/ = USER: multi, πολυ, πολλαπλών, πολλαπλά, πολλών
GT
GD
C
H
L
M
O
namely
/ˈneɪm.li/ = ADVERB: δηλαδή, ήτοι, ονομαστικά;
USER: δηλαδή, ήτοι, συγκεκριμένα, και συγκεκριμένα, ιδίως
GT
GD
C
H
L
M
O
native
/ˈneɪ.tɪv/ = ADJECTIVE: ντόπιος, ιθαγενής, εγχώριος, γενέθλιος, έμφυτος, ατόφιος;
USER: ντόπιος, Native, μητρική, φυσική, εγγενή, εγγενή
GT
GD
C
H
L
M
O
new
/njuː/ = ADJECTIVE: νέος, καινούργιος, καινουργής, πρόσφατος, φρέσκος;
USER: νέος, νέα, νέο, νέων, νέες, νέες
GT
GD
C
H
L
M
O
news
/njuːz/ = NOUN: νέα, ειδήσεις, νέο, χαμπάρι;
USER: ειδήσεις, νέα, News, ειδήσεων, είδηση
GT
GD
C
H
L
M
O
nine
/naɪn/ = USER: nine-, nine, devítka;
USER: εννέα, εννιά, από εννέα, από εννέα
GT
GD
C
H
L
M
O
non
/nɒn-/ = USER: non, non, non;
USER: μη, δεν, χωρίς, εκτός, που δεν
GT
GD
C
H
L
M
O
novelties
= NOUN: νεωτερισμοί, νέα μικροπράγματα, ψιλικά;
USER: νεωτερισμοί, καινοτομίες, καινοτομιών, νεωτερισμούς
GT
GD
C
H
L
M
O
of
/əv/ = PREPOSITION: του, από;
USER: από, του, της, των, των
GT
GD
C
H
L
M
O
off
/ɒf/ = ADVERB: μακριά από;
ADJECTIVE: σβηστός;
USER: μακριά από, από, off, εκτός, μακριά, μακριά
GT
GD
C
H
L
M
O
on
/ɒn/ = PREPOSITION: επί, κατά, προς, επάνω, εμπρός, εις;
ADVERB: κατά συνέχεια;
USER: επί, κατά, για, σε, σχετικά, σχετικά
GT
GD
C
H
L
M
O
onboard
= USER: εν πλω, επί του σκάφους, πλω, στο αεροσκάφος, επιβιβαστεί
GT
GD
C
H
L
M
O
optics
/ˈɒp.tɪks/ = NOUN: οπτική;
USER: οπτική, Optics, οπτικών, Οπτικής, οπτικά
GT
GD
C
H
L
M
O
or
/ɔːr/ = CONJUNCTION: ή;
USER: ή, και, ή να, είτε, ή την, ή την
GT
GD
C
H
L
M
O
origins
/ˈɒr.ɪ.dʒɪn/ = NOUN: προέλευση, καταγωγή, αρχή, πηγή, προσδιοριστικό σημείο;
USER: προέλευση, καταγωγή, ρίζες, προέλευσή, καταβολές
GT
GD
C
H
L
M
O
out
/aʊt/ = ADVERB: έξω, απέξω;
PREPOSITION: εκτός, εκ;
USER: έξω, εκτός, από, out, Αναχώρηση, Αναχώρηση
GT
GD
C
H
L
M
O
outdoor
/ˈaʊtˌdɔːr/ = ADJECTIVE: υπαίθριος;
NOUN: ύπαιθρος;
USER: υπαίθριος, Εξωτερική, υπαίθρια, Υπαίθριοι χώροι, υπαίθριο
GT
GD
C
H
L
M
O
outside
/ˌaʊtˈsaɪd/ = ADVERB: εκτός, έξω, απέξω;
ADJECTIVE: εξωτερικός;
NOUN: εξωτερικό μέρος;
USER: έξω, εκτός, έξω από, εξωτερικό, εξωτερική, εξωτερική
GT
GD
C
H
L
M
O
parking
/ˈpɑː.kɪŋ/ = NOUN: στάθμευση, παρκάρισμα, σταμάτημα;
USER: στάθμευση, στάθμευσης, πάρκινγκ, χώρο στάθμευσης, χώρος στάθμευσης
GT
GD
C
H
L
M
O
pavilion
/pəˈvɪl.jən/ = NOUN: περίπτερο, κιόσκι, υπόστεγο;
USER: περίπτερο, κιόσκι, Pavilion, περιπτέρου, το περίπτερο
GT
GD
C
H
L
M
O
please
/pliːz/ = VERB: παρακαλώ, ευχαριστώ, αρέσω, αρέσκω, ευαρεστώ, τέρπω, ευχαριστούμαι;
USER: παρακαλώ, παρακαλούμε, παρακαλούμε να, παρακαλείστε, παρακαλείσθε
GT
GD
C
H
L
M
O
pleasure
/ˈpleʒ.ər/ = NOUN: ευχαρίστηση, αναψυχή, ηδονή, τέρψη, ευαρέσκεια;
USER: ευχαρίστηση, αναψυχή, ηδονή, χαρά, αναψυχής
GT
GD
C
H
L
M
O
product
/ˈprɒd.ʌkt/ = NOUN: προϊόν, γινόμενο;
USER: προϊόν, προϊόντος, προϊόντων, των προϊόντων, προϊόντα
GT
GD
C
H
L
M
O
published
/ˈpʌb.lɪʃ/ = VERB: δημοσιεύω, εκδίδω;
USER: δημοσιεύονται, δημοσιευθεί, δημοσιεύεται, δημοσιεύθηκε, δημοσίευσε, δημοσίευσε
GT
GD
C
H
L
M
O
redesigned
/ˌriːdɪˈzaɪnd/ = USER: επανασχεδιαστεί, επανασχεδιασμένο, ανασχεδιασμένο, επανασχεδιάστηκε, επανασχεδιασμένη
GT
GD
C
H
L
M
O
rediscover
/ˌrēdisˈkəvər/ = VERB: ανακαλύπτω εκ νέου;
USER: ξαναβρεί, ξαναβρούν, ξαναβρούμε, ανακαλύψουμε ξανά, ανακαλύψουν εκ νέου
GT
GD
C
H
L
M
O
renewed
/rɪˈnjuː/ = NOUN: ανανέωση, παράταση
GT
GD
C
H
L
M
O
representatives
/ˌrepriˈzentətiv/ = NOUN: εκπρόσωπος, αντιπρόσωπος, εντολοδόχος, πράκτορας;
USER: εκπροσώπους, εκπρόσωποι, αντιπρόσωποι, εκπροσώπων, οι εκπρόσωποι
GT
GD
C
H
L
M
O
road
/rəʊd/ = NOUN: δρόμος, οδός;
ADJECTIVE: χερσαίος;
USER: δρόμος, οδός, δρόμο, οδικών, δρόμου
GT
GD
C
H
L
M
O
romanian
/rʊˈmeɪ.ni.ən/ = ADJECTIVE: ρουμανικός;
NOUN: Ρουμανός;
USER: ρουμανικός, ρουμανική, Ρουμάνικα, ρουμανικά, της Ρουμανίας
GT
GD
C
H
L
M
O
s
= ABBREVIATION: μικρό;
USER: s, ες, α, ων
GT
GD
C
H
L
M
O
seat
/siːt/ = NOUN: έδρα, κάθισμα, θέση, κατοικία;
VERB: κάθωμαι, βάλλω κάποιον να καθήσει, καθίζω;
USER: κάθισμα, έδρα, θέση, καθίσματος, έδρας
GT
GD
C
H
L
M
O
seats
/siːt/ = NOUN: έδρα, κάθισμα, θέση, κατοικία;
VERB: κάθωμαι, βάλλω κάποιον να καθήσει, καθίζω;
USER: θέσεις, καθίσματα, θέσεων, έδρες, καθισμάτων
GT
GD
C
H
L
M
O
see
/siː/ = VERB: βλέπω, καταλαβαίνω;
NOUN: επισκοπή;
USER: βλέπω, δείτε, βλ., βλέπε, βλέπετε, βλέπετε
GT
GD
C
H
L
M
O
select
/sɪˈlekt/ = VERB: επιλέγω, διαλέγω, εκλέγω;
ADJECTIVE: εκλεκτός;
USER: επιλέξτε, επιλέξετε, επιλογή, επιλέξει, επιλέγετε
GT
GD
C
H
L
M
O
settings
/ˈset.ɪŋ/ = NOUN: τοποθέτηση, δύση, σύνθεση, δέσιμο δακτυλιολίθου, σκηνογραφία, δέσιμο κοσμήματος;
USER: ρυθμίσεις, ρυθμίσεων, τις ρυθμίσεις, ρυθμίσεις του, των ρυθμίσεων
GT
GD
C
H
L
M
O
show
/ʃəʊ/ = NOUN: προβολή, επίδειξη, έκθεση, σόου, θέαμα, θέατρο;
VERB: δείχνω, εμφανίζω, φαίνομαι, δεικνύω;
USER: προβολή, δείχνουν, δείξει, εμφάνιση, δείτε
GT
GD
C
H
L
M
O
showrooms
/ˈʃəʊ.ruːm/ = NOUN: αίθουσα έκθεσης εμπορευμάτων, δωμάτιο εκθέσεως εμπορευμάτων, δωμάτιο επιδείξεως εμπορευμάτων;
USER: εκθεσιακοί χώροι, εκθεσιακούς χώρους,
GT
GD
C
H
L
M
O
signature
/ˈsɪɡ.nɪ.tʃər/ = NOUN: υπογραφή, τζίφρα;
USER: υπογραφή, υπογραφής, την υπογραφή
GT
GD
C
H
L
M
O
skills
/skɪl/ = NOUN: επιδεξιότητα, δεξιοτεχνία, επιτηδειότητα, επιδεξιότης, επιτηδειότης;
USER: δεξιότητες, δεξιοτήτων, ικανότητες, τις δεξιότητες, ικανοτήτων
GT
GD
C
H
L
M
O
speakers
/ˈspiː.kər/ = NOUN: ομιλητής, μεγάφωνο, ρήτωρ, πρόεδρος βουλής;
USER: ηχεία, ομιλητές, ομιλητών, ηχείων, τα ηχεία
GT
GD
C
H
L
M
O
starting
/stɑːt/ = NOUN: εκκίνηση, ξεκίνημα;
ADJECTIVE: εκκινών, αρχίζων;
USER: εκκίνηση, εκκίνησης, έναρξη, ξεκινώντας, την έναρξη
GT
GD
C
H
L
M
O
steering
/ˈstɪə.rɪŋ ˌkɒl.əm/ = NOUN: πηδαλιούχηση;
USER: πηδαλιούχηση, διεύθυνσης, τιμονιού, τιμόνι, υδραυλικό
GT
GD
C
H
L
M
O
subtitle
/ˈsʌbˌtaɪ.tl̩/ = NOUN: υπότιτλος;
USER: υπότιτλος, υποτίτλων, υπότιτλους, υποτίτλου, υπότιτλου
GT
GD
C
H
L
M
O
such
/sʌtʃ/ = PRONOUN: τέτοιος, τοιούτος, τάδε;
USER: τέτοιος, όπως, τέτοια, εν λόγω, αυτών, αυτών
GT
GD
C
H
L
M
O
system
/ˈsɪs.təm/ = NOUN: σύστημα, μέθοδος;
USER: σύστημα, συστήματος, του συστήματος, το σύστημα, το σύστημα
GT
GD
C
H
L
M
O
systems
/ˈsɪs.təm/ = NOUN: σύστημα, μέθοδος;
USER: συστήματα, συστημάτων, τα συστήματα, των συστημάτων, σύστημα
GT
GD
C
H
L
M
O
talked
/tɔːk/ = VERB: μιλώ, συνομιλώ, κουβεντιάζω, ομιλώ;
USER: μίλησε, μιλήσαμε, μιλήσει, μίλησα, μίλησαν
GT
GD
C
H
L
M
O
the
/ðiː/ = ARTICLE: ο;
USER: ο, η, το, την, της
GT
GD
C
H
L
M
O
this
/ðɪs/ = PRONOUN: αυτό, τούτος, ούτος;
USER: αυτό, αυτή, Αυτό το, αυτή η, Η παρούσα, Η παρούσα
GT
GD
C
H
L
M
O
time
/taɪm/ = NOUN: φορά, ώρα, χρόνος, εποχή, καιρός;
VERB: κανονίζω τον καιρό, μετρώ τον καιρό, συγχρονίζω;
USER: χρόνος, ώρα, φορά, καιρός, εποχή, εποχή
GT
GD
C
H
L
M
O
to
/tuː/ = USER: to-, to, για, προς, μέχρι, εις;
USER: να, για, προς, μέχρι, σε, σε
GT
GD
C
H
L
M
O
today
/təˈdeɪ/ = ADVERB: σήμερα;
USER: σήμερα, σημερινή, σημερινό, σήμερα το, σήμερα το
GT
GD
C
H
L
M
O
told
/təʊld/ = VERB: λέγω, διηγούμαι, ιστορώ, αριθμώ;
USER: είπε, δήλωσε, πει, είπαν, στους
GT
GD
C
H
L
M
O
track
/træk/ = NOUN: τροχιά, ίχνος, αποβάθρα, δρόμος, γραμμές σιδηροδρόμου, πατημασιά, στίβος;
VERB: ανιχνεύω, ακολουθώ τα ίχνη, ιχνηλατώ;
USER: τροχιά, παρακολουθείτε, παρακολούθηση, τραγουδιού, την παρακολούθηση
GT
GD
C
H
L
M
O
translate
/trænsˈleɪt/ = VERB: μεταφράζω, μεταγλωττίζω;
USER: μεταφράζω, μεταφράσουμε, μεταφράσουμε το, μεταφράζουν, να μεταφράσουμε, να μεταφράσουμε
GT
GD
C
H
L
M
O
us
/ʌs/ = PRONOUN: μας, εμάς;
USER: μας, εμάς, μαζί μας, us, μας να, μας να
GT
GD
C
H
L
M
O
useful
/ˈjuːs.fəl/ = ADJECTIVE: χρήσιμος, επωφελής, ωφέλιμος;
USER: χρήσιμος, χρήσιμα, χρήσιμο, χρήσιμες, χρήσιμη
GT
GD
C
H
L
M
O
ve
/ -v/ = USER: ve, κο, πάει εκεί, νβ, νβ
GT
GD
C
H
L
M
O
very
/ˈver.i/ = ADVERB: πολύ, ακριβώς, λίαν, ακόμη και;
ADJECTIVE: αληθής, ατούσιος;
USER: πολύ, ιδιαίτερα, είναι πολύ, ακριβώς, ακριβώς
GT
GD
C
H
L
M
O
video
/ˈvɪd.i.əʊ/ = NOUN: βίντεο, τηλεόραση;
ADJECTIVE: τηλεοπτικός;
USER: βίντεο, το βίντεο, εικόνας
GT
GD
C
H
L
M
O
view
/vjuː/ = NOUN: θέα, άποψη, όψη, ιδέα, φρόνημα, θεωρία, σκοπός;
VERB: βλέπω, θεωρώ;
USER: θέα, άποψη, δείτε, προβάλετε, ΠΡΟΒΟΛΗ
GT
GD
C
H
L
M
O
wanted
/ˈwɒn.tɪd/ = ADJECTIVE: καταζητούμενος;
USER: ήθελε, ήθελαν, θέλησαν, θέλησε, επιθυμούσε, επιθυμούσε
GT
GD
C
H
L
M
O
warning
/ˈwɔː.nɪŋ/ = NOUN: προειδοποίηση, παραγγελία;
USER: προειδοποίηση, προειδοποίησης, προειδοποιητικό, προειδοποιητική, προειδοποιητικά
GT
GD
C
H
L
M
O
was
/wɒz/ = USER: ήταν, είχε, έγινε, έγινε
GT
GD
C
H
L
M
O
we
/wiː/ = PRONOUN: εμείς;
USER: εμείς, θα, που, έχουμε, μπορούμε, μπορούμε
GT
GD
C
H
L
M
O
what
/wɒt/ = PRONOUN: τι, τις, ποιός, ποσόν;
USER: τι, αυτό, αυτό που, ποια, ποια
GT
GD
C
H
L
M
O
wheel
/wiːl/ = NOUN: τροχός, τιμόνι, ρόδα;
VERB: γυρίζω, περιστρέφω, κυλιέμαι σε τροχούς;
USER: τροχός, ρόδα, τιμόνι, τροχού, τροχό
GT
GD
C
H
L
M
O
wheels
/wiːl/ = NOUN: τροχός, τιμόνι, ρόδα;
VERB: γυρίζω, περιστρέφω, κυλιέμαι σε τροχούς;
USER: τροχοί, τροχούς, τροχών, ζάντες, ρόδες
GT
GD
C
H
L
M
O
when
/wen/ = CONJUNCTION: όταν, άμα;
ADVERB: πότε;
USER: όταν, κατά, κατά την, πότε, πότε
GT
GD
C
H
L
M
O
who
/huː/ = PRONOUN: ποιός;
USER: που, ο οποίος, οι οποίοι, οποίος, ποιος, ποιος
GT
GD
C
H
L
M
O
will
/wɪl/ = USER: will-, will, would, shall, βούληση, θέληση, διαθήκη;
VERB: θέλω, διαθέτω, δίνω για διαθήκη;
USER: θα, θα είναι, βούληση, θέληση, θέληση
GT
GD
C
H
L
M
O
with
/wɪð/ = PREPOSITION: με, μαζί, μετά, συν;
USER: με, με το, με την, με τις, με τα, με τα
GT
GD
C
H
L
M
O
worked
/wərk/ = VERB: εργάζομαι, δουλεύω, λειτουργώ, κατεργάζομαι;
USER: εργάστηκε, εργάστηκαν, εργαστεί, λειτούργησε, δούλεψε
GT
GD
C
H
L
M
O
x
/eks/ = USER: x, χ, x Πρώτα, x Πρώτα τα, το Χ
GT
GD
C
H
L
M
O
year
/jɪər/ = NOUN: έτος, χρόνος;
USER: έτος, έτους, χρόνο, το έτος, περίοδο, περίοδο
GT
GD
C
H
L
M
O
you
/juː/ = PRONOUN: εσείς, εσύ, σείς, σύ;
USER: εσείς, εσύ, σας, μπορείτε, που, που
GT
GD
C
H
L
M
O
your
/jɔːr/ = PRONOUN: váš, svůj, tvůj;
USER: σας, σου, σας για, το, το
169 words